Μ. Σπαθής, Καθηγητής ΕΜΠ
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα «H Εποχή», 6.10.2013
Είναι ευρύτατα διαδεδομένη η επιχειρηματολογία των πολιτικών δυνάμεων, που χαρακτηρίζονται ως μνημονιακές , ότι η κρίση που περνάει αυτή τη στιγμή ο τόπος, παρά τις αρνητικές επιπτώσεις της, αποτελεί και μια ευκαιρία για βαθιές διαρθωτικές αλλαγές. Αλλαγές που για πολλά χρόνια χαρακτηρίζονταν ως αναγκαίες για την ένταξη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι με αξιόπιστο τρόπο.
Βασικό μεταξύ των άλλων ιδεολόγημα δηλ. του τρόπου με τον οποίο επιχειρεί να υλοποιήσει τις μνημονιακές πολιτικές η τροϊκανή κυβέρνηση είναι, ότι και αν ακόμη δεν είχαμε την κρίση χρέους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, πολλά από τα εφαρμοζόμενα μέτρα θα ήταν αναγκαίες ‘διαρθρωτικές’ μεταρρυθμίσεις του σπάταλου, πελατειακού και υπερδιογκωμένου κράτους.
Το ιδεολόγημα όμως αυτό όταν διατυπώνεται, αναιρείται αυτόματα την επομένη. Γιατί η πίεση των εκπροσώπων των δανειστών για την ικανοποίηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, ως αναγκαιότητα για την καταβολή της εκάστοτε δόσης, οδηγεί τους κυβερνώντες στην πιο επιθετική αντικοινωνική πολιτική ανεξάρτητα από το πόσο συμβατή είναι με τις περίφημες μεταρρυθμίσεις. Το παράδειγμα των 12500 διαθεσιμοτήτων δικαίως εκλαμβάνεται ως μια ακόμη προσφορά στον τροϊκανό βωμό του Μολώχ. Η πολιτική αυτή διχάζει την ελληνική κοινωνία και ιδιαίτερα τον κόσμο της μισθωτής εργασίας (δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) γιατί προσλαμβάνεται στρεβλά και με διαφορετικό τρόπο από την κάθε πλευρά. Οι εργαζόμενοι που εκάστοτε θυσιάζονται δικαίως θεωρούν ότι αυτοί αποτελούν τα άδικα και αναιτιολόγητα θύματα αυτής της κρίσης. Από την άλλη πλευρά οι εργαζόμενοι που δεν έχει έρθει ακόμη η σειρά τους, σιωπηρά ελπίζουν στον κορεσμό του συστήματος, που καταβροχθίζει ανθρώπινες ζωές, και ορισμένοι από αυτούς δεν διστάζουν να καταφεύγουν στο αρχικό ιδεολόγημα της αναγκαιότητας των αναδιαθρώσεων για να δικαιολογήσουν μια παθητική στάση απέναντι στις εξελίξεις.
Είναι όμως αυτές οι προσδοκίες βάσιμες? Ή μήπως είναι σωστή η στάση, όσων υπερασπίζονται τους εργαζόμενους που πλήττονται, να διακηρύσσουν με όλους τους τρόπους ότι πρέπει να είμαστε αλληλέγγυοι και συμπαραστάτες στους πληττόμενους σήμερα, γιατί αύριο θα έρθει και η δική μας σειρά?
Για να απαντηθούν τα ερωτήματα αυτά δεν αρκεί να καταφεύγει κανείς στην καταγγελία απλά των επιχειρημάτων που αξιοποιεί το αστικό πολιτικό σύστημα για να διαιωνίζει την ιδεολογική του ηγεμονία πάνω στις εργαζόμενες τάξεις. Απαιτείται μια πιο βαθιά ανάλυση των συντελούμενων διεργασιών για να εξοπλιστούν όλες οι κοινωνικές κατηγορίες, που αποτελούν τα θύματα αυτής της πολιτικής.
Το παράδειγμα του ΕΜΠ είναι πολύ χαρακτηριστικό.
Το ΕΜΠ λοιπόν, ως πειραματόζωο, με αυτά τα χαρακτηριστικά, θα παρασύρει ως χιονοστιβάδα όλο το σύστημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας, κι αυτό δεν είναι μια απλή απαίτηση των δανειστών μας, ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός των 12500 διαθεσιμοτήτων. Είναι απόρροια του πυρήνα της πολιτικής τους που εδράζεται στο οικονομικό υποδειγμα: αν θέλετε να επιβιώσετε ως χώρα, αφήστε την αγορά να λειτουργήσει ως ο απόλυτος ρυθμιστής των νέων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Για μια δεκαετία σχεδόν, αρχής γενομένης από το 2000, οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συνεπικουρούμενες από μια εκδοχή της Αριστεράς που βρήκε την πολιτική της εκπροσώπηση ως ΔΗΜΑΡ, είχαν επιδοθεί σε έναν μεταρρυθμιστικό οργασμό στον χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Η ένταξη στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο ανώτατης εκαπίδευσης και έρευνας, η διακήρυξη της Μπολόνια, οι δύο κύκλοι σπουδών, η νομιμοποίηση των ιδιωτικών κολλεγίων, η απόσυρση του δημόσιου τομέα από τις χρηματοδοτήσεις και η πίεση που δέχονται τα ΑΕΙ για αναζήτηση πόρων από την ελεύθερη αγορά για τη λειτουργία τους, ήταν οι βασικές μεταρρυθμιστικές απόπειρες στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Μεταρρυθμίσεις όμως, που δεν κατέστη δυνατόν να υλοποιηθούν σε μεγάλο βαθμό μέχρι το 2010, λόγω των αντιστάσεων του πανεπιστημιακού κινήματος. Έπρεπε να προκύψουν οι μνημονιακές πολιτικές για να δοθεί η ευκαιρία στο ΠΑΣΟΚ και στην τριμερή κυβέρνηση ΝΔ/ΠΑΣΟΚ/ΔΗΜΑΡ να ψηφίσει την πιο ακραία εκδοχή υλοποίησης της παραπάνω πολιτικής, με του νόμους Διαμαντοπούλου/Αρβανιτόπουλου. Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει σήμερα την τριτοβάθμια εκπαίδευση διαθέτει μέσα και έξω από τα ΑΕΙ, του θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού, έτοιμους να εφαρμόσουν με απόλυτο τρόπο το όνειρο της προηγούμενης δεκαετίας. Οι αλλαγές στον τρόπο διοίκησης με το θεσμό του Συμβουλίου Ιδρύματος, η δυνατότητα επιβολής διδάκτρων στα μεταπτυχιακά κατ’ αρχήν και στα προπτυχιακά στη συνέχεια, η δυνατότητα λειτουργίας παραρτημάτων εντός των κρατικών ΑΕΙ ως ιδιωτικά κολλέγια, η δραματική μείωση του διδακτικού προσωπικού και η δυνατότητα αντικατάστασής του με συμβασιούχους διδάσκοντες που θα πληρώνονται από ιδίους πόρους, ο αυταρχισμός, η καταστολή και τελικά η ‘πειθάρχηση’ φοιτητών, διδασκόντων και εργαζομένων, είναι μόνο μερικά από τα βασικά θεσμικά μέτρα που έχουν ήδη θεσπιστεί.
Τί έμεινε λοιπόν ως τελευταία πράξη του δράματος που συντελείται για να εξωθηθούν τα ΑΕΙ που αντιστέκονται στην εφαρμογή αυτής της πολιτικής?
Η κατακρεούργηση του δοικητικού/τεχνικού προσωπικού στις λειτουργίες των ΑΕΙ. Το ΕΜΠ και το ΕΚΠΑ αποτελούσαν το καλύτερο υπόδειγμα.
Πώς αλλιώς μπορεί κανείς να κατανοήσει τη διάλυση εκείνων των δομών μέσα στο ΕΜΠ που τα προηγούμενα χρόνια είχαν παγιωθεί με την προσαρμογή του στην αξιοποίηση πληθώρας ευρωπαϊκών, ανταγωνιστικών προγραμμάτων και παροχής υπηρεσιών σε ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς?
Πώς είναι δυνατόν τα αναγκαία μέσα ενός σύγχρονου αναβαθμισμένου τεχνολογκού ιδρύματος, όπως οι σύγχρονες βιβλιοθήκες, τα κέντρα Η/Υ και δικτύων, οι δομές διαχείρισης ειδικών λογαριασμών έρευνας να θυσιάζονται με αυτή την πολιτική? Πώς είναι δυνατόν να απομακρύνεται το 45% του υποστηρικτικού προσωπικού και το 70% του διοικητικού προσωπικού του ΕΜΠ?
Μια απάντηση μόνο μπορεί να δοθεί:
Να αναγκαστούν οι διοικήσεις και το διδακτικό/ερευνητικό προσωπικό να περάσουν άμεσα στο στάδιο επιβολής διδάκτρων και στην εξασφάλιση πόρων με την απόλυτη προσαρμογή τους στην αγορά, ώστε να στελεχώσουν τις κατεστραμμένες δομές με το αναγκαίο προσωπικό. Να μετασχηματιστούν δηλαδή κατά τα πρότυπα ενός ιδιωτικού, ημικρατικού κολλεγίου Αγγλοσαξωνικής κοπής.
Το ΕΜΠ λοιπόν, ως πειραματόζωο, με αυτά τα χαρακτηριστικά, θα παρασύρει ως χιονοστιβάδα όλο το σύστημα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας, κι αυτό δεν είναι μια απλή απαίτηση των δανειστών μας, ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός των 12500 διαθεσιμοτήτων. Είναι απόρροια του πυρήνα της πολιτικής τους που εδράζεται στο οικονομικό υποδειγμα: αν θέλετε να επιβιώσετε ως χώρα, αφήστε την αγορά να λειτουργήσει ως ο απόλυτος ρυθμιστής των νέων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος.
Οι καλοθελητές αυτής της πολιτικής είναι δυστυχώς υπαρκτοί μέσα στο πανεπιστήμιο σήμερα. Πρόκειται για τους πανεπιστημιακούς που πρωτοστάτησαν την προηγούμενη χρονιά στην εκλογή των Συμβουλίων Ιδρύματος και επικαλούνται τώρα, ως αιτία του συντελούμενου κακού, την μη πιστή εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου Διαμαντοπούλου/Αρβανιτόπουλου. Εάν αυτοί περιμένουν σιωπηλοί, φοβούμενοι την μήνιν των εργαζομένων, που βλέπουν την πόρτα εξόδου από το ΕΜΠ, απομένει, σε όσους αντιστέκονται, να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους σε ένα κοινό μέτωπο όλης της τριτοβάθμιας με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ώστε να μην πέσει και ένα από τα τελευταία προπύργια κατά του νεο-φιλελευθερισμού που είναι το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Προσφατα Σχολια